πολύτοπος

πολύτοπος
-ον, Μ
(κυρίως για μοναστήρια) αυτός που υπάρχει σε πολλούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”